- πρεζάρω
- Νρουφώ με τη μύτη ταμπάκο ή σκόνη ναρκωτικού, παίρνω πρέζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. presare < presa (βλ. λ. πρέζα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεζάρω — 1. ρουφώ από τη μύτη ταμπάκο. 2. παίρνω δόση ναρκωτικού: Μαζεύονται σε ύποπτα μέρη και πρεζάρουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεζάρισμα — ατος, το, Ν [πρεζάρω] η λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικής ουσίας με ρούφηγμα από τη μύτη … Dictionary of Greek